- προσθέντα
- προστίθημιput toaor part act neut nom/voc/acc plπροστίθημιput toaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσθέντ' — προσθέντα , προστίθημι put to aor part act neut nom/voc/acc pl προσθέντα , προστίθημι put to aor part act masc acc sg προσθέντι , προστίθημι put to aor part act masc/neut dat sg προσθέντε , προστίθημι put to aor part act masc/neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύωψ — (I) ο (ΑΜ μύωψ) βλ. μύωπας. (II) μύωψ, ὁ (ΑΜ) είδος εντόμου από το οποίο ερεθίζονται τα άλογα και τα βόδια και τρέχουν, ο οίστρος, η αλογόμυγα, η βοϊδόμυγα («βοηλάτην μύωπα κινητήριον», Αισχύλ.) αρχ. 1. πτερνιστήρας, κεντρί, σπιρούνι, με το οποίο … Dictionary of Greek